-
1 δεκαετία
[дэкаэтиа] ουσ. θ. десятилетие.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δεκαετία
-
2 десятилетие
десятилетие с 1) η δεκαετία 2) (юбилей ) η δεκαετηρίδα* * *с1) η δεκαετία2) ( юбилей) η δεκαετηρίδα -
3 год
-а (-у), προθτ. в -у, о -е, πλθ. годы κ. года, γεν. годов κ. лет а.1. χρόνος, χρονιά, έτος•новый год ο καινούριος χρόνος, το νέον έτος•
астрономический год αστρικό έτος•
текущий год το τρέχον έτος•
солнечный -ηλιακό έτος•
хозяйственный, бюджетный οικονομικό έτος•
учебный год εκπαιδευτικό έτος, εκπαιδευτική χρονιά•
урожайный год χρονιά μεγάλης σοδειάς, καρπερός χρόνος•
круглый ολόκληρο χρόνο, ολοχρονίς•
из -а в год από χρόνο σε χρόνο•
в будущем -у τον ερχόμενο! χρόνο, την άλλη χρονιά, το επόμενο έτος•
в прошлом -у τον περασμένο χρόνο, το παρελθόν έτος•
который ему -? πόσων χρονών είναι αυτός;•
ему пошел двадцатый год αυτός μπήκε στα είκοσι χρόνια•
через год μετά από ένα χρόνο,• три -а тому назад πρίν τρία χρόνια•
с новым -ом (ευχή) καλή χρονιά•
без году неделя πριν λίγο (χρόνο)•
год от -у κ. год от -а από χρόνο σε χρόνο•
на год σ’ ένα χρόνο•
за год για ένα χρόνο ή για το χρόνο•
с -у на год από τον ένα χρόνο στον άλλο.
2. πλθ. -ы δεκαετία•шестидесятые -ы η έβδομη δεκαετία•
люди сороковых годов άνθρωποι της πέμπτης δεκαετίας.
3. πλθ. года κ. годы, γεν. -ов περίοδος χρόνου, καιρός•детские -ы τα παιδικά χρόνια,η παιδική ηλικία•
-ы гражданской войны τα χρόνια (ο καιρός) του εμφυλίου πολέμου•
старые -ы τα παλιά χρόνια, Ό παλιός καιρός.
εκφρ.он в -ах – αυτός είναι ώριμος, στην ηλικία που πρέπει•не по -ам – δεν έφτασε στα χρόνια,είναι ανωρίμαστος•год на год не приходится – οι καιροί δε μοιάζουν (δύσκολη είναι η πρόβλεψη τί θά συμβεί). -
4 десятилетие
десятилетиес1. (срок) ἡ δεκαετία·2. (годовщина) ἡ δεκαετηρίδα [-ίς]. -
5 десятилетие
[ντισιτιλιέηιε] οοσ. θ. δεκαετία -
6 десятилетие
[ντισιτιλιέηιε] ουσ θ δεκαετία -
7 двадцатый
αριθμ. τακτ.εικοστός•двадцатый век ο εικοστός αιώνας•
сегодня двадцатый -ое число σήμερα ο μήνας έχει είκοσι•
- ые годы столетия η 3η δεκαετία του αιώνα.
-
8 девяностый
αριθμ. τακτ. ενενηκοστός•номер ο ενενηκοστός αριθμός•
-ые годы η ένατη δεκαετία του αιώνα.
-
9 десятилетие
-я ουδ.1. δεκαετία.2. δεκαετηρίδα. -
10 десяток
-тка α.1. δεκάδα (ομοειδών αντικειμένων)•десяток яйц δεκάδα αυγών.
|| δεκαετία•ему пошёл шестой десяток αυτός πέρασε τα πενήντα.
2. πλθ. -и οι δεκάδες, ο πριν τις μονάδες αριθμός.εκφρ.он не робкого -тка – δεν είναι απ' εκείνους που φοβούνται, είναι τολμηρός. -
11 пятидесятый
αριθμ. τακτικό• πεντηκοστός ή της πέμπτης δεκαετίας•пятидесятый номер πεντηκοστός αριθμός: -ые годы η έκτη δεκαετία.
-
12 семидесятый
αριθμ. τακτικό• εβδομηκοστός, ο, η, το εβδομήντα•семидесятый номер ο εβδομηκοστός αριθμός, το εβδομήντα νούμερο•
-ые годы η δεκαετία του εβδομήντα (70 – 79).
-
13 тридцатый
(αριθμητικό τακτικό)• τριακοστός•тридцатый километр τριακοστό χιλιόμετρο•
-ые годы η τέταρτη δεκαετία (30-39)• -ое марта η τριάντα του Μάρτη• - год τριακοστό έτος (ηλικίας)•
-ое число месяца η τριακοστή ημερομηνία.
-
14 шестидесятый
αριθμ. τακτικό• εξηκοστός•номер билета ο εξηκοστός αριθμός του εισιτηρίου•
-ые годы η έβδομη δεκαετία (του αιώνα).
См. также в других словарях:
δεκαετία — δεκαετίᾱ , δεκαετία space of ten years fem nom/voc/acc dual δεκαετίᾱ , δεκαετία space of ten years fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαετίᾳ — δεκαετίαι , δεκαετία space of ten years fem nom/voc pl δεκαετίᾱͅ , δεκαετία space of ten years fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαετία — η (AM δεκαετία) [δεκαετής] χρονική περίοδος δέκα χρόνων … Dictionary of Greek
δεκαετία — η χρονική περίοδος δέκα ετών: Πρόλαβε να ζήσει και την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκαετίας — δεκαετίᾱς , δεκαετία space of ten years fem acc pl δεκαετίᾱς , δεκαετία space of ten years fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαετίαν — δεκαετίᾱν , δεκαετία space of ten years fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek